- μαστόδοντα
- ταείδος παλαιοντολογικών θηλαστικών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαστόδοντα — Ομάδα προβοσκιδωτών θηλαστικών που έχουν εκλείψει. Πρωτοεμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της μειόκαινου εποχής και έζησαν έως και την πλειστόκαινο. Τα μ. ήταν προσαρμοσμένα σε ψυχρά κλίματα και ο κύριος εκπρόσωπός τους ήταν το γένος Mastodon ήMammut … Dictionary of Greek
προβοσκιδωτά — Τάξη θηλαστικών, η ονομασία των οποίων προέρχεται από το ότι είναι προικισμένα με προβοσκίδα. Τα π. εμφανίστηκαν κατά το ηώκαινο στην Αφρική και διαδόθηκαν κατά το τριτογενές και τεταρτογενές σε ολόκληρο τον κόσμο, εκτός από την Αυστραλία· μερικά … Dictionary of Greek
ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… … Dictionary of Greek
μειόκαινο — Γεωλογική περίοδος που αποτελεί υποδιαίρεση του καινοζωικού αιώνα της ιστορίας της Γης. Ο καινοζωικός αιώνας συνεχίζεται μέχρι σήμερα και έχει διαρκέσει 70 εκατομμύρια χρόνια, τα 69 από τα οποία ανήκουν στην υποδιαίρεση που λέγεται τριτογενές και … Dictionary of Greek
Μουσείο, Παλαιοντολογικό Πανεπιστημίου Αθηνών — Το μοναδικό μουσείο του είδους του στη χώρα μας ιδρύθηκε στις αρχές του 20ού αι. και μέχρι τη μετεγκατάστασή του το 1981 στην Πανεπιστημιούπολη, στο κτίριο των Θετικών Επιστημών, στεγαζόταν στο κτίριο Κωστή Παλαμά της οδού Ακαδημίας. Η συλλογή… … Dictionary of Greek